αδειαστικά

αδειαστικά
τα
η αμοιβή που δίνεται σε εργάτες για το άδειασμα σπιτιού, αποθήκης κτλ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αδειαστικός — ή, ό [αδειαστής] 1. αυτός που αναφέρεται στον αδειαστή, τον εκκενωτή 2. (συνήθως το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα αδειαστικά πληρωμή, αμοιβή για εκκένωση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”